- παραπλωτήρας
- οναυτ. μεταλλικός πλωτήρας με σχήμα δελφινιού και εφοδιασμένος με κατάλληλα πτερύγια, για να τόν συγκρατούν σταθερά σε βάθος 5 περίπου μέτρων, ο οποίος ρυμουλκείται με συρματόσχοινα από δύο πλοία που πλέουν παράλληλα, ώστε όταν συναντούν το κάθετο συρματόσχοινο που συνδέει τη νάρκη με το αγκύριό της να τό κόβουν, με αποτέλεσμα η νάρκη να ανέρχεται στην επιφάνεια τού νερού, όπου και εξουδετερώνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλωτήρας].
Dictionary of Greek. 2013.